- εὔπαιδα
- εὔπαιςblest with childrenmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπαις — εὔπαις, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει καλά και πολλά παιδιά, ο ευτυχής ως προς τα τέκνα 2. το εξαιρετικό, το πιο ωραίο παιδί 3. αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» θα υπενθυμίσω τον… … Dictionary of Greek